- Λυκιακός
- Λυκιακόςthe Lyciansmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκιακός — ή, ό (Α λυκιακός, ή, όν) [Λυκία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή στους κατοίκους της («τῆς Λυκιακῆς θαλάσσης», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «λυκιακοί τάφοι» αρχαιολ. ιδιότυποι λαξευτοί τάφοι στη Λυκία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Λυκιακά… … Dictionary of Greek
Λυκιακά — Λυκιακός the Lycians neut nom/voc/acc pl Λυκιακά̱ , Λυκιακός the Lycians fem nom/voc/acc dual Λυκιακά̱ , Λυκιακός the Lycians fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακῶν — Λυκιακός the Lycians fem gen pl Λυκιακός the Lycians masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακόν — Λυκιακός the Lycians masc acc sg Λυκιακός the Lycians neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακοῖς — Λυκιακός the Lycians masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακοί — Λυκιακός the Lycians masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακοῦ — Λυκιακός the Lycians masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακῆς — Λυκιακός the Lycians fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακή — Λυκιακός the Lycians fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκιακήν — Λυκιακός the Lycians fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)